- σγούρωμα
- το, Ν [σγουρώνω]η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σγουρώνω, κατσάρωμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σγούρωμα — το, ατος κατσάρωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεσγούρωμα — το το ίσιωμα τών κατσαρών μαλλιών τής κεφαλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + σγούρωμα] … Dictionary of Greek
ουλοποίησις — οὐλοποίησις, ἡ (Α) το να κάνει κάποιος κάτι σγουρό, το κατσάρωμα, το σγούρωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (II) «σγουρός» + ποιῶ] … Dictionary of Greek
κατσάρωμα — το, ατος η πράξη και το αποτέλεσμα του κατσαρώνω, σγούρωμα: Ασχολείται με το κατσάρωμα των μαλλιών της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φριζάρισμα — το, ατος η βοστρύχωση, το κατσάρωμα, το σγούρωμα, το οντουλάρισμα, η οντουλασιόν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)